ὀρθότερον

ὀρθότερον
ὀρθός
straight
adverbial comp
ὀρθός
straight
masc acc comp sg
ὀρθός
straight
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δευτεροδία — και (ορθότερον) δευτερῳδία, η (Α) η επανάληψη, η δευτέρωση αριθμού …   Dictionary of Greek

  • διοξείδιο — και (ορθότερον) διοξίδιο, το χαρακτηρισμός που αναφέρεται στα όξινα οξείδια που το μόριο τους περιέχει δύο (2) άτομα οξυγόνου (π.χ. CO2, διοξείδιο τού άνθρακα κ.ά.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”